σκυταλωτός

σκυταλωτός
-ή, -όν, Α
οδοντωτός («σκυταλωτοὺς τροχούς», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυταλωτῶν — σκυταλωτός cogged fem gen pl σκυταλωτός cogged masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτόν — σκυταλωτός cogged masc acc sg σκυταλωτός cogged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτοῦ — σκυταλωτός cogged masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτούς — σκυταλωτός cogged masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλωτῷ — σκυταλωτός cogged masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”